- ἔμμαλλος
- ἔμ-μαλλος, wollig, zottig
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
έμμαλλος — ἔμμαλος, ον (AM) μσν. (για πρόσ.) αυτός που έχει μακριά μαλλιά αρχ. (για πρόβατα) αυτός που έχει πλούσιο τρίχωμα, δασύμαλλος … Dictionary of Greek
ἐμμάλλους — ἔμμαλλος woolly masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔμμαλλα — ἔμμαλλος woolly neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)